- λιγδώνω
- [λίγδα](μτβ. και αμτβ.) ρυπαίνω ή ρυπαίνομαι με λίγδες, λερώνω, λιγδιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγδώνω — λιγδώνω, λίγδωσα, λιγδωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγδώνω — λίγδωσα, λιγδώθηκα, λιγδωμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδιάζω: Η φόρμα εργασίας του ήταν συνέχεια λιγδωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίγδωμα — το [λιγδώνω] το αποτέλεσμα τού λιγδώνω, λέκιασμα, κηλίδωμα … Dictionary of Greek
αλίγδωτος — η, ο [λιγδώνω] 1. αλίγδιαστος, καθαρός 2. αυτός που δεν γεύτηκε λίπος, λιπαρή τροφή … Dictionary of Greek
λιγδιάζω — λιγδιάζω, λίγδιασα, λιγδιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. λιγδώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγδιάζω — λίγδιασα, λιγδιάστηκα, λιγδιασμένος, λερώνω με λίγδα, λιγδώνω: Τα χέρια μου λιγδιάστηκαν από το βούτυρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)